ηλεκτραγωγός

ηλεκτραγωγός
ός , ό[ν] электропроводный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ηλεκτραγωγός" в других словарях:

  • ηλεκτραγωγός — ό αυτός διά μέσου τού οποίου διέρχεται εύκολα ο ηλεκτρισμός, ο ευηλεκτραγωγός, ο καλός αγωγός τού ηλεκτρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrical conductor < electrical «ηλεκτρικός» + conductor «αγωγός». Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτραγωγός, -ός, -ό — 1. καλός αγωγός του ηλεκτρισμού: Τα μέταλλα είναι ηλεκτραγωγά σώματα. 2. ουσ., καλώδιο, σύρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ευηλεκτραγωγός — ό αυτός από τη μάζα τού οποίου διέρχεται εύκολα ο ηλεκτρισμός, ο καλός αγωγός τού ηλεκτρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηλεκτραγωγός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»